συμβουλευτικός

συμβουλευτικός
-ή, -ό / συμβουλευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συμβουλεύω]
1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.)
2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο προτρέπεται ή αποτρέπεται το ακροατήριο να λάβει ορισμένη απόφαση, σε αντιδιαστολή προς τον επιδεικτικό και τον δικανικό λόγο
νεοελλ.
φρ. α) «συμβουλευτική θέση» — αξίωμα που δεν παρέχει δικαιοδοσία αποφάσεων αλλά μόνο υποδείξεων λόγω ειδικών γνώσεων ή εμπειρίας
β) «συμβουλευτική ψήφος» — ψήφος που δίνεται από κάποιον ο οποίος μετέχει σε συνεδρίαση ενός σώματος για να εκφράσει γνώμη, αλλά δεν συνυπολογίζεται κατά τη λήψη αποφάσεων
αρχ.
(το θηλ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ συμβουλευτική, τὰ συμβουλευτικά
η ικανότητα να δίνει κανείς συμβουλές.
επίρρ...
συμβουλευτικά / συμβουλευτικῶς ΝΜΑ
με συμβουλές, παραινετικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμβουλευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έργο του είναι να δίνει συμβουλές: Ο Μέγας Κωσταντίνος συγκρότησε ένα συμβουλευτικό σώμα. 2. αυτός που λέγεται ή που γίνεται για συμβουλή: Οι περισσότεροι λόγοι του Δημοσθένη είναι συμβουλευτικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβουλευτικά — συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc pl συμβουλευτικά̱ , συμβουλευτικός of fem nom/voc/acc dual συμβουλευτικά̱ , συμβουλευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικῶν — συμβουλευτικός of fem gen pl συμβουλευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικόν — συμβουλευτικός of masc acc sg συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικώτατον — συμβουλευτικός of masc acc superl sg συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικαί — συμβουλευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικοῖς — συμβουλευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικοί — συμβουλευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικοῦ — συμβουλευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”